- εφιελίς
- ἐφιελίς, -ίδος, ἡ (Α)μέρος τής μίτρας αρχιερέα η οποία περιβάλλει το μέτωπο, κάλυκας.[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. εσφαλμένος τ. αντί εφηλίς*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐφιελίς — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάλυκας — Το εξωτερικό περίβλημα του άνθους, συνήθως πράσινο, που σχηματίζεται από φυλλάρια, τα σέπαλα, είτε ελεύθερα μεταξύ τους (κάλυκας χωριστοσέπαλος ή αποσέπαλος) είτε ενωμένα (κάλυκας συσσέπαλος ή μονοσέπαλος), ώστε να σχηματίζουν ένα όργανο κοίλο,… … Dictionary of Greek